Στις 7 Φεβρουαρίου 1990, το διοικητικό συμβούλιο έχρισε τον Brian Roberts Πρόεδρο της Comcast. O Ralph διατήρησε τον τίτλο του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και η εταιρεία συνέχισε τις δραστηριότητές της χωρίς κάποιος να κατέχει τον τίτλο του Διευθύνοντος Συμβούλου.
Μερικές ημέρες μετά, ο Julian A. Brodsky έφερε τον νέο Πρόεδρο στην τραπεζαρία της εταιρείας για ένα πάρτι – έκπληξη, προκειμένου να γιορτάσουν την προαγωγή του. Η Aileen Roberts, η σύζυγος του Brian, ήταν εκεί μαζί με την Sarah, την τριών ετών κόρη τους. Η Aileen έκανε πάντα την έκπληξη. Πάντα, ως έκπληξη, εμφανιζόταν «ακάλεστη» στις σημαντικές στιγμές της ζωής του άντρα της.
Η Suzanne Roberts, η σύζυγος του Ralph, ήταν και η ίδια στην τραπεζαρία για την έκπληξη στον Brian, μαζί με τον Ralph, τον Dan Aaron, τα στελέχη και τους υπόλοιπους υπαλλήλους, που γνώριζαν τον νέο Πρόεδρο από την παιδική του ηλικία. Ο Brian έκανε μια σύντομη, αυθόρμητη ομιλία για τα σχέδιά του περί επέκτασης της εταιρείας τα ερχόμενα έτη, με την παράλληλη διατήρηση, στον μεγαλύτερο δυνατόν βαθμό, του κλίματος μιας μικρής, οικογενειακής επιχείρησης. Δήλωσε, ότι δεν είναι οπαδός των μεγάλων ομίλων και ότι αυτό που μετράει περισσότερο στην Comcast, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, είναι ο τρόπος λήψης των αποφάσεων και η συμπεριφορά της εταιρείας απέναντι στους υπαλλήλους της. Τα λόγια ήταν του Brian και ήταν ειλικρινή, αλλά θα μπορούσε να είναι κάλλιστα και του Ralph.
Δυστυχώς πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις δεν καταφέρνουν να διαχειριστούν επιτυχώς μια γενεαλογική μετάβαση, ενώ ο ιδρυτής εξακολουθεί να είναι ενεργός. Συνήθως η παλιά φρουρά πρέπει να αποχωρήσει τελείως, για να μπορέσει η νέα ομάδα να καθιερωθεί, αλλά στην Comcast η διαδικασία αυτή έγινε σταδιακά. Έγινε με τρόπο και με τη σοφία που διέκρινε τον Ralph. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην φθίνουσα πορεία της υγείας του Dan Aaron, η οποία τον ανάγκασε να αποσυρθεί και επειδή ο Larry Smith και ο John Alchin, τα ιδρυτικά μέλη της εταιρείας και μέλη της ηγετικής ομάδας μαζί με τον Brian, βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους. Και ο Ralph δεν πήγαινε πουθενά. Ο ίδιος και ο Brian είχαν αντικριστά γραφεία στην εταιρεία και ο Brian συνήθιζε να μπαίνει στο γραφείο του Ralph και να ζητά τη γνώμη του.
Ο Ralph και ο Julian ξεκίνησαν σταδιακά να παραχωρούν μέρος των αρμοδιοτήτων τους στον Brian, λειτουργώντας σταδιακά περισσότερο ως σύμβουλοι και λιγότεροι ως έχοντες εκτελεστικές αρμοδιότητες. Έτσι δημιούργησαν ένα «δίκτυ ασφαλείας» γύρω από τον Brian, όπως άρεσε στον Ralph να λέει. Οι ίδιοι και τα ανώτερα στελέχη της εταιρείας ανέλαβαν σταδιακά έναν άλλο ρόλο, τον οποίο ο Stanley Wang σύγκρινε με τους πρεσβύτερους μιας φυλής ινδιάνων, οι οποίοι κάθονται δίπλα στη φωτιά, ενώ τα νέα μέλη της φυλής πολεμούν τους εχθρούς. Οι νεότεροι έτσι νιώθουν ασφαλείς, αφού η πρεσβύτερη γενιά τους προστατεύει και τους παρέχει ανά πάσα στιγμή πολύτιμες γνώσεις και χρήσιμες συμβουλές.
- Οι περισσότερες εταιρείες δεν θα ανέχονταν τη συμφωνία αυτή, είχε δηλώσει τότε ο Wang. Τα νεότερα στελέχη απλά θα «πυροβολούσαν» τους πρεσβύτερους. Γι’ αυτό το μήνυμά μας ήταν το εξής: «Θα σας συμβουλέψουμε, όσο καλύτερα μπορούμε, αλλά δεν θα θυμώσουμε σε περίπτωση που δεν δεχτείτε τις προτάσεις μας.»
Ο Ralph ήταν αυτός που καθιέρωσε τον τόνο και τον τρόπο για τις αλλαγές αυτές και φαινόταν ότι ο νέος του ρόλος του ταίριαζε πολύ, γιατί πήγαζε από την προσωπικότητά του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ιδρυτές οικογενειακών επιχειρήσεων, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα θα βρισκόταν ταυτόχρονα και στη θέση του προπονητή, αλλά και του παίκτη. Αυτό που πραγματικά απολάμβανε, είναι να βλέπει άλλους ανθρώπους να φτάνουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους.
Αυτό ονειρευόταν και για τον γιό του τον Brian!
Τι τον ευνόησε όμως για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα;